- ἀντιρρητικός
- ἀντι-ρρητικός, ή, όν,A controversial,
λόγος S.E.P.1.21
. Adv.-κῶς, ἔχειν πρός τινας Steph. in Hp.1.72
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγος S.E.P.1.21
. Adv.-κῶς, ἔχειν πρός τινας Steph. in Hp.1.72
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντιρρητικός — controversial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιρρητικός — ή, ό (Α ἀντιρρητικός, ή, όν) αυτός που έχει θέμα την αντίρρηση ή ρέπει προς την αντίρρηση, εριστικός … Dictionary of Greek
ἀντιρρητικά — ἀντιρρητικός controversial neut nom/voc/acc pl ἀντιρρητικά̱ , ἀντιρρητικός controversial fem nom/voc/acc dual ἀντιρρητικά̱ , ἀντιρρητικός controversial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικῶν — ἀντιρρητικός controversial fem gen pl ἀντιρρητικός controversial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικόν — ἀντιρρητικός controversial masc acc sg ἀντιρρητικός controversial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικαί — ἀντιρρητικός controversial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικοῖς — ἀντιρρητικός controversial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικοί — ἀντιρρητικός controversial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικοῦ — ἀντιρρητικός controversial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικούς — ἀντιρρητικός controversial masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρητικῆς — ἀντιρρητικός controversial fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)